H επιμέτρηση στο πλαίσιο των ΕΛΠ

Ο όρος επιμέτρηση, είναι ένας από τους καινούργιους όρους για πολλούς από εμάς, που εισάγεται στη ζωή μας με τα Ε.Λ.Π.

Πολλές φορές η εισαγωγή νέας ορολογίας δημιουργεί ασυναίσθητα κάποιο φόβο. Επιμέτρηση, απομείωση αξίας, εύλογη αξία, αναβαλλόμενοι φόροι κ.α. δημιουργούνε μία ανησυχία. Εξετάζοντας όμως τους νέους όρους πιο προσεκτικά, βλέπουμε ότι στην πραγματικότητα δεν είναι παρά μία προσαρμογή στη νέα διεθνή ορολογία περιπτώσεων που μόνο άγνωστες δε μας είναι ή εν πάση περιπτώσει δεν είναι ακατανόητοι. Μέχρι τώρα είχαμε την αποτίμηση, υποτίμηση, φορολογική αναμόρφωση κ.ο.κ.

Το Ε.Γ.Λ.Σ. μέσα στο πλαίσιο της αυστηρής τυποποίησης που ήταν ένα από τα χαρακτηριστικά του προσδιόρισε και τον τρόπο αποτίμησης των περιουσιακών στοιχείων, των απαιτήσεων και των υποχρεώσεων των οικονομικών μονάδων, στηριζόμενο κατά κανόνα στην αρχή του ιστορικού κόστους, που εξακολουθεί και σήμερα να αποτελεί το βασικό προσδιοριστικό παράγοντα της αξίας.

Οι καιροί ωστόσο άλλαξαν. Στη διάρκεια των 34 χρόνων εφαρμογής του ΕΓΛΣ οι εξελίξεις στο διεθνές οικονομικό γίγνεσθαι ήταν τέτοιες που έθεσαν σε αμφισβήτηση τα λογιστικά συστήματα και οδήγησαν σταδιακά στην υιοθέτηση νέων λογιστικών και νέων ελεγκτικών προτύπων. Ειδικά, θέματα όπως το ιστορικό κόστος, η επίδραση των φόρων στα οικονομικά αποτελέσματα, η λογιστικοποίηση νέων περίπλοκων τύπων συμβάσεων, οι ταμειακές ροές κ.ά. αποτέλεσαν αντικείμενο μελετών, αντιπαραθέσεων, συγκρούσεων και τελικά οδήγησαν στην υιοθέτηση των Δ.Λ.Π. όπως τα γνωρίζουμε σήμερα, από τις μεγάλες τουλάχιστον επιχειρήσεις.

Στο κομμάτι της αποτίμησης ή επιμέτρησης στην ορολογία των Δ.Λ.Π. βασικός προσδιοριστικός παράγοντας της αξίας ενός περιουσιακού στοιχείου είναι σύμφωνα με τη σύγχρονη λογιστική αντίληψη, η ρευστοποιήσιμη ή η εύλογη αξία η οποία μπορεί να διαφέρει από την λογιστική αξία του στοιχείου, κατά τη στιγμή της αποτίμησης. Στην περίπτωση αυτή επίσης σύμφωνα με τις σύγχρονες αντιλήψεις επιβάλλεται η αναπροσαρμογή της λογιστικής του αξίας, ώστε αυτή να ανταποκρίνεται στα πραγματικά δεδομένα.

Στα καθ’ ημάς η επιβολή μίας τέτοιας λογιστικής πολιτικής, σε συνδυασμό και με τις άλλες απαιτήσεις των Δ.Λ.Π. θα εκτόξευε το κόστος της λογιστικής παρακολούθησης των επιχειρήσεων, καθώς πρόκειται για μικρές ή μεσαίες και πολλές φορές μάλιστα, οικογενειακές οντότητες.

Έτσι το προσχέδιο των Ε.Λ.Π. ορθώς προβλέπει δύο εναλλακτικές μορφές επιμέτρησης. Η πρώτη της οποίας η εφαρμογή είναι υποχρεωτική, δεν απομακρύνεται ιδιαίτερα από τους γνωστούς και μέχρι σήμερα εφαρμοζόμενους κανόνες του Ε.Γ.Λ.Σ.

Συγκεκριμένα:
- Τα πάγια στοιχεία αναγνωρίζονται αρχικά στο κόστος κτήσης και μεταγενέστερα επιμετρούνται στο αποσβέσιμο κόστος, ενώ οι αποσβέσεις μπορούν να διενεργούνται είτε με τη σταθερή μέθοδο, είτε με την φθίνουσα μέθοδο, είτε με την μέθοδο των παραγόμενων μονάδων. Σε κάθε περίπτωση προσδιοριστικός παράγοντας είναι η ωφέλιμη ζωή του παγίου. Εδώ θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι και το Ε.Γ.Λ.Σ. προέβλεπε τον προσδιορισμό από την οικονομική μονάδα της ωφέλιμης ζωής ενός πάγιου περιουσιακού στοιχείου, ώστε να υπολογίζονται με βάση αυτή και οι αποσβέσεις του. Το πρόβλημα τόσο με το Ε.Γ.Λ.Σ. όσο και με τα Ε.Λ.Π. είναι η αναντιστοιχία που υπάρχει ανάμεσα στη λογιστική των αποσβέσεων και στη φορολογική νομοθεσία η οποία αναγνωρίζει ένα προσδιορισμένο συντελεστή απόσβεσης για κάθε κατηγορία παγίου. Σε κάθε περίπτωση πάντως μπορεί η επιχείρηση, ειδικά η πολύ μικρή, να εξακολουθήσει να χρησιμοποιεί τους φορολογικούς συντελεστές απόσβεσης, προκειμένου να μην αυξήσει το κόστος της λογιστικής παρακολούθησης των παγίων.

Το νέο δεδομένο είναι η απομείωση της αξίας των παγίων, όταν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις ότι η απομείωση είναι μόνιμου χαρακτήρα. Και σε αυτή την περίπτωση όμως η οντότητα είναι αυτή που θα εκτιμήσει κατά πόσο μία απομείωση αξίας είναι συγκυριακού ή μόνιμου χαρακτήρα. Μία επιπλέον αλλαγή σε σχέση με το Ε.Γ.Λ.Σ. αλλά σε εναρμόνιση με τον νέο Κ.Φ.Ε. είναι η καθιέρωση σε περίπτωση leasing παγίου, της υποχρέωσης του μισθωτή να αναγνωρίζει ως περιουσιακό του στοιχείο το πάγιο που μισθώνει με το κόστος κτήσης που θα είχε προκύψει εάν αυτό είχε αγοραστεί. Ταυτόχρονα αναγνωρίζει στις οικονομικές του καταστάσεις και την αντίστοιχη υποχρέωση προς την εκμισθώτρια.

- Μετά τα πάγια έχουμε τα αποθέματα, τα οποία μετά την αρχική αναγνώριση τους με το κόστος κτήσης, θα εξακολουθήσουν να επιμετρούνται στην κατ’ είδος χαμηλότερη αξία μεταξύ κόστους κτήσης και καθαρής ρευστοποιήσιμης αξίας, όπως συνέβαινε και με το Ε.Γ.Λ.Σ. Η μόνη αλλαγή έχει να κάνει με την κατάργηση της μεθόδου LIFO η οποία έτσι και αλλιώς στην πράξη τα τελευταία έτη δεν χρησιμοποιείται.

- Τέλος και τα χρηματοοικονομικά στοιχεία αναγνωρίζονται επίσης αρχικά στο κόστος αλλά και σε αυτή την περίπτωση θα πρέπει μεταγενέστερα να επιμετρούνται στο κόστος μείον τις ζημίες απομείωσης, όταν υπάρχουν σχετικές ενδείξεις τέτοιας απομείωσης.

Όσον αφορά στις υποχρεώσεις:

- Ο βασικός τρόπος αναγνώρισης παραμένει αυτός του οφειλόμενου ποσού.

- Δίνεται όμως η δυνατότητα της μεταγενέστερης επιμέτρησης της υποχρέωσης με τη μέθοδο του πραγματικού επιτοκίου ή τη σταθερή μέθοδο εάν υπάρχει σημαντική επίπτωση στις χρηματοοικονομικές καταστάσεις. Θα χρησιμοποιείται όταν υπάρχει η υποχρέωση σειράς μελλοντικών πληρωμών που με τη μέθοδο της προεξόφλησης, η καθαρή παρούσα αξία τους είναι σημαντικά διαφορετική από το άθροισμα των μελλοντικών πληρωμών.

- Επίσης όσον αφορά τις προβλέψεις αποζημιώσεων για έξοδο του προσωπικού από την υπηρεσία μπορούν να επιμετρούνται με βάση αποδεκτή αναλογιστική μέθοδο, εάν η αναλογιστική μέθοδος έχει, κατά την κρίση της οντότητας, σημαντική επίπτωση στις οικονομικές καταστάσεις.

ΕΥΛΟΓΗ ΑΞΙΑ

Πολύ κουβέντα γίνεται για την εύλογη αξία. Όπως αναφέραμε και στην αρχή, τα Ε.Λ.Π. αποσκοπούν στην προσαρμογή του Ελληνικού λογιστικού συστήματος στα διεθνή δεδομένα. Οι παραπάνω υποχρεωτικής λίγο –πολύ εφαρμογής ανάλογα και με το μέγεθος της οντότητας, μέθοδοι επιμέτρησης εξασφαλίζουν ένα μίνιμουμ συμμόρφωσης προς αυτά, χωρίς να επιβαρύνουν ιδιαίτερα της οικονομικές μονάδες και οντότητες.

Πρέπει όμως παράλληλα να δοθεί η δυνατότητα σε όσες επιχειρήσεις το θελήσουν και έχουν τη δυνατότητα, να προχωρήσουν σε μεγαλύτερη συμμόρφωση με αυτά τα δεδομένα. Για αυτό το λόγο εισάγεται ως εναλλακτική μέθοδος επιμέτρησης αυτή της εύλογης αξίας. Επιπλέον δίνεται η δυνατότητα στις οικονομικές οντότητες να αναγνωρίζουν στις καταστάσεις τους, τους αναβαλλόμενους φόρους.

Ορισμένες παρατηρήσεις για την εύλογη αξία:

Η εύλογη αξία ορίζεται ως η τιμή ανταλλαγής ενός περιουσιακού στοιχείου ή διακανονισμού μιας υποχρέωσης, μεταξύ πρόθυμων και ενήμερων μερών που ενεργούν υπό κανονικές στην αγορά συνθήκες, κατά την ημερομηνία μέτρησης.

Η επιμέτρηση με την εύλογη αξία γίνεται μόνο όταν αυτή μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα. Όταν η εύλογη αξία ενός περιουσιακού στοιχείου ή υποχρέωσης δεν μπορεί να επιμετρηθεί αξιόπιστα, το στοιχείο αυτό επιμετράται με τη μέθοδο του κόστους.

Δεν μπορεί να εφαρμοστεί αλά καρτ. Δηλαδή όταν ένα περιουσιακό στοιχείο ή υποχρέωση ενός κονδυλίου του ισολογισμού επιμετρείται στην εύλογη αξία, όλα τα επιμέρους περιουσιακά στοιχεία και υποχρεώσεις παρόμοιας φύσης του σχετικού κονδυλίου επιμετρούνται στην εύλογη αξία.

Συνοψίζοντας, τα συμπεράσματά μας σχετικά με το θέμα της επιμέτρησης των περιουσιακών στοιχείων, απαιτήσεων και υποχρεώσεων είναι τα εξής:

Οι μίνιμουμ ή υποχρεωτικές διατάξεις, παρόλο που εισάγουν κάποια νέα δεδομένα, δεν μας απομακρύνουν πολύ από τα όσα γνωρίζουμε και εφαρμόζουμε μέχρι τώρα. Με αυτή την έννοια θα μπορέσουν σχετικά γρήγορα και εύκολα να αφομοιωθούν και να εφαρμοστούν από τους συναδέλφους.

Είναι θετική η παροχή της δυνατότητας, σε όσες οικονομικές μονάδες επιθυμούν και διαθέτουν την ανάλογη υποδομή σε μηχανογραφικά συστήματα και κυρίως σε έμψυχο δυναμικό, άμεσης εφαρμογής κάποιων πλευρών των Δ.Λ.Π. που μπορούν να τις βοηθήσουν σε ενδεχόμενες προσπάθειες διεθνοποίησής των δραστηριοτήτων τους ή να καταστήσουν πιο ευχερή τη χρηματοδότησή τους από το τραπεζικό σύστημα ή από υποψήφιους επενδυτές.

 

Πηγή: epixeirisi.gr